- χρυσίππειος
- χρῡσίππειος, ον,A of, belonging to Chrysippus,
διαλεκτική D.L.7.180
;τὰ X.
his writings, Arr.Epict.2.16.34.II Chrysippius, a plant named from its discoverer, Plin.HN26.93.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
διαλεκτική D.L.7.180
;τὰ X.
his writings, Arr.Epict.2.16.34.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χρυσίππειος — of masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσίππειος — ον, Α [Χρύσιππος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον φιλόσοφο Χρύσιππο 2. (για πρόσ.) οπαδός τού Χρυσίππου 3. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ Χρυσίππεια τα συγγράμματα τού Χρυσίππου … Dictionary of Greek
χρυσίππειον — χρυσίππειος of masc/fem acc sg χρυσίππειος of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσιππείου — χρυσίππειος of masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσίππεια — χρυσίππειος of neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσίππειοι — χρυσίππειος of masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)